πορτάρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

πορτάρη

  1. πορτάρης, στη γενική του ενικού
  2. πορτάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. πορτάρης, στην κλητική του ενικού