ποσοστιαίοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ποσοστιαίοι

  1. ποσοστιαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. ποσοστιαίος, στην κλητική του πληθυντικού