πουλήσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πουλήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πουλάω
  2. θα πουλήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πουλάω