πουστίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
πουστίζω
- μοιάζω με ομοφυλόφιλο ή υιοθετώ ομοφυλοφιλικές συμπεριφορές
- γίνομαι ομοφυλόφιλος σταδιακά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πουστίζω
|