προβληματιστεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

προβληματιστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προβληματίζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προβληματίζομαι
  3. θα προβληματιστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προβληματίζομαι