προεδρεύσετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προεδρεύσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προεδρεύω
- θα προεδρεύσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προεδρεύω