προικοδοτήσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

προικοδοτήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προικοδοτώ
  2. θα προικοδοτήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προικοδοτώ