προνοήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

προνοήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προνοώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προνοώ
  3. θα προνοήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προνοώ