προξενία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προξενία < πρόξενος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προξενία θηλυκό
- η επίσημη πράξη ή συνθήκη με την οποία ανακηρύσσεται η φιλική σχέση μεταξύ ενός κράτους και ενός ξένου
- η ιδιότητα ή τα προνόμια του προξένου