προσαγορεύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

προσαγορεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προσαγορεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσαγορεύω
  3. θα προσαγορεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσαγορεύω