προσαρμοστεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προσαρμοστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προσαρμόζομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσαρμόζομαι
- θα προσαρμοστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσαρμόζομαι