προσεγγίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προσεγγίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προσεγγίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσεγγίζω
- θα προσεγγίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσεγγίζω