προσθαλασσώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προσθαλασσώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προσθαλασσώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσθαλασσώνω
- θα προσθαλασσώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσθαλασσώνω