προσκαλέσετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προσκαλέσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσκαλώ
- θα προσκαλέσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσκαλώ