προσορμίσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

προσορμίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσορμίζω
  2. θα προσορμίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσορμίζω