πτοηθούν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πτοηθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πτοούμαι
- θα πτοηθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πτοούμαι