πυκνώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πυκνώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πυκνώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πυκνώνω
  3. θα πυκνώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πυκνώνω