πυκνώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]πυκνώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πυκνώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πυκνώνω
- θα πυκνώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πυκνώνω