σαπουνίσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
σαπουνίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σαπουνίζω
- θα σαπουνίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σαπουνίζω