σαρανταρίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

σαρανταρίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σαρανταρίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σαρανταρίζω
  3. θα σαρανταρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σαρανταρίζω