σεμπουάνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Γλώσσα σεμπουάνο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σεμπουάνο ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Cebuano language στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
  • κωδικός γλώσσας: ceb

Μεταφράσεις[επεξεργασία]