σενέκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σενέκας, Κατηγορία:Γλώσσα σενέκα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σενέκα θηλυκό άκλιτο ή ουδέτερο άκλιτο

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]