σεξοθεραπεύτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεξοθεραπεύτρια < θηλυκό του σεξοθεραπευτής
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
σεξοθεραπεύτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη σεξοθεραπευτής