σιβαϊσμοί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σιβαϊσμοί

  1. σιβαϊσμός, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. σιβαϊσμός, στην κλητική του πληθυντικού