σκεπαστεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
σκεπαστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σκεπάζομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκεπάζομαι
- θα σκεπαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκεπάζομαι