σκεπαστεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

σκεπαστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σκεπάζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκεπάζομαι
  3. θα σκεπαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκεπάζομαι