σκεπαστούμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

σκεπαστούμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκεπάζομαι
  2. θα σκεπαστούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκεπάζομαι