σκερτσόζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκερτσόζα < από την ιταλική λέξη scherzoso-a που σημαίνει άτομο εύθυμο, συμπαθητικό, που κάνει πλάκα, έχει χιούμορ.

Επίθετο[επεξεργασία]

σκερτσόζα

  • Επίθ. γένους θηλυκού που δείχνει άτομο εύθυμο, συμπαθητικό, που κάνει πλάκα, έχει χιούμορ.
ο Στέλιος είναι ένας άνθρωπος ευχάριστος και σκερτσόζος. Μου είναι πολύ συμπαθής.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]