σκλαβώσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

σκλαβώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκλαβώνω
  2. θα σκλαβώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκλαβώνω