σκληρύνει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

σκληρύνει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σκληραίνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκληραίνω
  3. θα σκληρύνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκληραίνω