σκουπιστείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

σκουπιστείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκουπίζομαι
  2. θα σκουπιστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκουπίζομαι