σκουπιστώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]σκουπιστώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκουπίζομαι
- θα σκουπιστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκουπίζομαι