σκωραμίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκωραμίς < σκῶρ (γενική: σκατός) + ἀμίς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκωραμίς θηλυκό, γενική σκωραμίδος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]