σοράνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σοράνι άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- κουρδική διάλεκτος που μιλιέται στο δυτικό Ιράν και στο ιρακινό Κουρδιστάν και γράφεται με το αραβικό αλφάβητο