σουλαντίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιθανόν από το τουρκικό su (tr) (νερό)

Ρήμα[επεξεργασία]

σουλαντίζω

  • καταβρέχω
Σουλάντισε λίγο την αυλή να δοροσιστούμε.


Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]