σπαράξουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

σπαράξουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σπαράζω
  2. θα σπαράξουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σπαράζω