σπηλαίοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σπηλαίοι

  1. σπηλαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. σπηλαίος, στην κλητική του πληθυντικού