σπιθίσουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

σπιθίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σπιθίζω
  2. θα σπιθίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σπιθίζω