σπορτσγούμαν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπορτσγούμαν < αγγλική sportswoman < sports + woman

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπορτσγούμαν θηλυκό άκλιτο

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]