στειλιαρώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

στειλιαρώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος στειλιαρώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στειλιαρώνω
  3. θα στειλιαρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στειλιαρώνω