στουμπώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
στουμπώ
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του στουμπίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στουμπώ
|