στρατηγήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
στρατηγήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος στρατηγώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στρατηγώ
- θα στρατηγήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στρατηγώ