στωικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]στωικώς
- με στωικό τρόπο, με στωικότητα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στωικώς
|
Πηγές
[επεξεργασία]- στωικώς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)