συγγενέψουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
συγγενέψουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγγενεύω
- θα συγγενέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγγενεύω