συγκεφαλαιωτικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συγκεφαλαιωτικώς < συγκεφαλαιωτικός + -ώς

Επίρρημα

[επεξεργασία]

συγκεφαλαιωτικώς

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]