συγκριθεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
συγκριθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συγκρίνομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγκρίνομαι
- θα συγκριθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγκρίνομαι