συγχυστεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

συγχυστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συγχύζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγχύζομαι
  3. θα συγχυστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγχύζομαι