συμπριαμένους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
συμπριαμένους
- αιτιατική πληθυντικού της μετοχής συμπριάμενος, του αορίστου συνεπριάμην του ρήματος συνωνέομαι-συνωνοῦμαι