συνειδητοποιήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

συνειδητοποιήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συνειδητοποιώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνειδητοποιώ
  3. θα συνειδητοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνειδητοποιώ