συνειδητοποιήσετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

συνειδητοποιήσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνειδητοποιώ
  2. θα συνειδητοποιήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνειδητοποιώ