συνεργαστείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

συνεργαστείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνεργάζομαι
  2. θα συνεργαστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνεργάζομαι