συνομολογήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
συνομολογήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συνομολογώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνομολογώ
- θα συνομολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνομολογώ